-
1 εὐ-σκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.
1 εὐ-σκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.